- μούσμων
- μούσμωνmouflemasc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μούσμων — μούσμων, ωνος, ὁ (Α) είδος άγριου κριαριού τής Κύρνου το οποίο είχε τρίχα σαν τής αίγας («γίγνονται δ ἐνταῡθα οἱ τρίχα φύοντες αἰγείαν ἀντ ἐρέας κριοί, καλούμενοι δὲ μούσμωνες», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ. (πρβλ. λατ. musmō «είδος… … Dictionary of Greek
musmón — (Del lat. musmo, onis.) ► sustantivo masculino ZOOLOGÍA Muflón, especie de carnero que vive en Córcega y Cerdeña, considerado como el antecesor salvaje del carnero doméstico. * * * musmón (del lat. «musmo, ōnis», del gr. «moúsmōn, onos») m.… … Enciclopedia Universal
αγριοπρόβατο — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό της οικογένειας των κοιλοκέρων. Τα αρσενικά έχουν ύψος στο ακρώμιο περίπου 0,70 μ., μήκος έως 1,20 μ., βάρος 40 50 κιλά, κυρτά κέρατα πολύ χοντρά στη βάση και τους χειμερινούς μήνες μια χαίτη γύρω στον λαιμό. Τo θηλυκό… … Dictionary of Greek
musmón — (Del lat. musmo, ōnis, y este del gr. μούσμων, ονος). m. Especie de carnero, que vive en Córcega y Cerdeña y suele ser considerado como el antecesor salvaje del carnero doméstico … Diccionario de la lengua española